- κρισολόγημα
- το, -ατοςδικαστικός αγώνας, δίκη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρισολόγημα — το [κρισολογούμαι] δικαστικός αγώνας, δίκη … Dictionary of Greek
κρισολογία — και κρισολογιά, η [κρισολογούμω] κρισολόγημα* … Dictionary of Greek
κρισολογιά — η βλ. κρισολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)